γλυκολάλητος

γλυκολάλητος
-η, -ο
(για πουλιά) αυτός που έχει γλυκό κελάδημα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γλυκολάλητος — η, ο αυτός που λαλεί ευχάριστα: Το δάσος αντηχούσε από τις φωνές γλυκολάλητων πουλιών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γλυκόλαλος, -η — ο ο γλυκολάλητος, ο γλυκόηχος: Γλυκόλαλη φωνή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”